Οι πρώτες μέρες στο Πανεπιστήμιο με είχαν μετατρέψει σε ένα τηλεκατευθυνόμενο τάνκερ. Έμπαινα μηχανικά από τη μία αίθουσα στην άλλη, στριμωχνόμουν στις πίσω πίσω σειρές, μην τύχει και μου απευθύνει κανείς το λόγο και παρακολουθούσα τους καθηγητές, χωρίς να αντιλαμβάνομαι τίποτα από όσα συνέβαιναν γύρω μου. Άλλοι κάπνιζαν αρειμανίως και άλλοι έτρωγαν. Κάποιες μουσίτσες συμφοιτήτριές μου σιγοψιθύριζαν και κρυφογελούσαν. Σα δε ντρέπονται. Την ώρα που ο άλλος έβγαζε τα λαρύγγια του για να ακουστεί μέχρι τη σειρά μου. Εγώ; Ούτε λόγος! Ούτε κάπνιζα, ούτε μιλούσα, ούτε γελούσα. Άγαλμα. Και κάθε άγαλμα που σέβεται τον εαυτό του... δεν τρώει! Είχα άγχος. Η μάνα μου ανησυχούσε. Κάθε τρεις και λίγο έλεγε στον πατέρα μου:
-Ισίδωρε, το παιδί δεν είναι καλά.
-Γιατί, τι έχει;
-Δεν ξέρω, Ισίδωρε. Δεν τρώει.
-Θα κάνει δίαιτα η ζαργάνα μου, έλεγε ο πατέρας μου και γελούσαν και τα μουστάκια του.
-Τι λες, χριστιανέ μου; Για τη Βούλα μιλάμε. Έλα στα συγκαλά σου. Η κόρη σου δεν έκανε δίαιτα τότε που χρυσοπληρώναμε το διαιτολόγο. Κακή του ώρα του κομπογιαννίτη. Τζάμπα μας τα πήρε τα λεφτά.
-Ο άνθρωπος φταίει, μωρέ γυναίκα, αν η Βούλα δεν ήθελε να αδυνατίσει;
-Επιστήμων ήταν! Έπρεπε να την πείσει!
-Σοφία, άσε το παιδί να κάνει ό,τι θέλει. Μην την πιέζεις. Αν δε θέλει να φάει, ας μη φάει. Όταν πεινάσει, θα φάει. Μη μου τη σκοτίζεις με τις υστερίες σου.
-Ναι, ρίξε μου και φταίξιμο τώρα. Αλλά δε φταίτε εσείς. Εγώ φταίω που στενοχωριέμαι. Αμ, θα σας το διαλύσω το σωματείο πατέρα και κόρης.
Κι οι μήνες περνούσαν. Και τίποτα δεν άλλαζε. Μου είχαν λείψει οι παρέες που είχα. Είχα ξεχάσει πως είναι να μη νιώθεις μόνος σου. Ευτυχώς που είχα και το στομάχι μου να γουργουρίζει και ένιωθα πως κάποιος με καταλαβαίνει.
Μία ηλιόλουστη μέρα του δεύτερου εξαμήνου έγινε το θαύμα! Μία μουσίτσα... ναι, καλέ, από αυτές που μιλούν και γελούν στο μάθημα, με πλησίασε και μου είπε:
-Μήνες πέρασαν και τη φωνή σου δεν την έχουμε ακούσει.
-Γεια, λέω εγώ διστακτικά. Τι διάολο θέλει αυτή; Τώρα με είδε; Πράγμα αδύνατο, οπότε και μου ενισχύει την αμφιβολία.
-Είμαι η Κλαίρη. Θα πάμε για καφέ με τα κορίτσια. Δεν είναι μέρα για μάθημα. Θες να έρθεις;
-Εγώ;, τη ρωτάω ακόμα πιο διστακτικά. Αφού, αν δεν ήταν στενά τα καθίσματα, θα γυρνούσα να δω, αν μιλάει σε κάποιον που κάθεται από πίσω μου! Να δεις που θα είναι αλλήθωρη! Πρέπει να πέρασε πολλή ώρα, γιατί η Κλαίρη με έπιασε από το χέρι για να με ρωτήσει, αν είμαι καλά. Γαμώτο!!! Δεν είναι αλλήθωρη!
-Καλά είμαι, της απαντάω λίγο μαγκωμένα.
-Θα έρθεις;
-Εεε...
-Ε, έλα!
-Εεε... Δεν ξέρω!
-Έλα που σου λέω. Δεν παίρνουμε απουσία σε αυτό το μάθημα., πρόσθεσε για να με πείσει.
Και με έπεισε. Γύρισα στο σπίτι μου βράδυ. Οι δικοί μου είχαν τρελαθεί από την αγωνία. Δεν είχα αργήσει ποτέ ξανά. Δεν είχα και λόγο. Όταν τους εξήγησα τι συνέβη, η μάνα μου σταυροκοπήθηκε κι άρχισε να μιλάει με την Αγία Θέκλα. Και από όσα μπορούσα να καταλάβω, μάλλον η Αγία της απαντούσε! Πω, πω... Τρέλα!
Τελικά, η Κλαίρη δεν ήταν και τόσο μουσίτσα. Είχαμε αρχίσει να κάνουμε παρέα και περνούσα πολύ καλά με τις φίλες της. Και μάλιστα δύο φορές, βγήκαμε μόνες μας. Μου είπε να φορέσω τα καλά μου και μου τόνισε να μη μοιάζω με κουμπάρα σε βάφτιση. Όχι ότι το έπιασα, αλλά δεν το σχολίασα για να μη φανώ άσχετη. Εγώ την πήγα για φαγητό -που να ξέρει το σκιάχτρο πού θα φάει καλά- κι εκείνη με πήγε σε ένα club. Εκεί έζησα στιγμές απείρου κάλλους.
Όταν ο φουσκωτός άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε, έκανα να ξαναβγώ.
-Πού πας, παιδάκι μου, μου είπε η Κλαίρη χαμογελαστά. Μας κοιτούσε κι ο κόσμος. Ευτυχώς δε μας άκουγε.
-Λέω να πάω να κάτσω με το φουσκωτό.
-Τι λες, μωρή;
-Τι λέω, ρε Κλαίρη; Τον πρόσεξες; Αυτός είναι πιο τέρας από μένα. Δίπλα του νιώθω ισορροπημένη.
-Άκου, κοριτσάκι μου... Σήμερα βγήκαμε για να περάσουμε καλά. Θα πιούμ...
-Τι θα πιούμε;, γούρλωσα τα μάτια μου εγώ!
-Α, ποτό, σαμπάνια, δεν ξέρω... Εσύ τι λες;
-Πού να ξέρω, ρε Κλαίρη; Εγώ, όταν πηγαίναμε στη θεία μου στο Ζούμπερι, έπινα αναψυκτικό.
-Άσ' το, αγάπη μου. Θα το αναλάβω εγώ! Πάμε στο μπαρ κι όταν μας πλησιάσει ο μπάρμαν, θυμήσου απλώς να χαμογελάσεις.
Και του χαμογέλασα. Και έσπρωξα και το διπλανό μου και έχυσε το ποτό του. Αλλά τα κανόνισε όλα η Κλαίρη. Με ένα χαμόγελο. Μάγισσα είναι; Πώς τον κατάφερε τόσο γρήγορα; Γυρίσαμε στα σπίτια μας στις 7 παρά τέταρτο. Λιώμα. Κι η μάνα μου στην κουζίνα με τον ελληνικό της στο χέρι τα έλεγε με την Αγία Θέκλα.
Η Κλαίρη άρχισε σιγά σιγά να ασχολείται με την εμφάνισή μου. Ήθελε να μου φτιάξει τα νύχια, να μου στρώσει τα μαλλιά, να μου αλλάξει τα ρούχα και, φυσικά, να με αδυνατίσει!
-Φιλενάδα, όλα γίνονται εκτός από αυτό, φώναζα εγώ!
-Και αυτό, ρε Βούλα. Είναι αμαρτία, βρε αγάπη μου, να έχεις τόσο ωραίο πρόσωπο και να χάνεται.
-Εγώ συλφίδα σαν εσένα δε γίνομαι. Άσε που δε μπορώ... Έχω μάθει πια να ζω παρέα με το λίπος μου.
-Μη γίνεις σαν εμένα. Αλλά κάποια περιττά κιλά για να δείξει λίγο η μέση σου και να φορέσεις και κανένα παντελονάκι μπορείς να τα χάσεις. Ε;, και με κοίταξε σαν κουτάβι.
Και με πήρε από το χέρι και με πήγε σε ένα κομμωτήριο πολυτελείας. Μέχρι και καφέ μας σέρβιραν. Και έκανα τις ανταύγειες μου για να τονώσω το ξανθό μου και έκανα και μανικιούρ και πεντικιούρ. Μετά πήγαμε για ψώνια και γύρισα σπίτι με μία ντουζίνα σακούλες! Ο κυρ-Ισίδωρος από τη χαρά του μου έδωσε κι άλλα λεφτά. Η μάνα μου μαγείρευε κι έβριζε:
-Κατάλαβες; Να κάνει καμιά δουλειά να με ξεκουράσει δεν ξέρει. Να φτιάξει νύχια και μαλλιά ήξερε. Αλλά, εσύ φταις! Μάθε την από τώρα στα λούσα και άντε να τη μαζέψεις μετά. Έχει διάβασμα τώρα. Το πτυχίο είναι προτεραιότητα! Ισίδωρε, με ακούς;, του φώναζε από την κουζίνα.
Εκείνος της είπε ένα ξερό "ναι" και μου έκλεισε το μάτι!
Σειρά είχε το αδυνάτισμα. Η Κλαίρη μου κανόνισε ραντεβού με ένα διαιτολόγο που της σύστησε η κολλητή της μάνας της. Μόνο που δε με έσυρε για να πάω.
-Δεν ξέρω, ρε Κλαίρη, πού είναι οι Αμπελόκηποι!
-Θα πάμε μαζί.
-Αυτό αποκλείεται!
-Ε, θα σε πάω από κάτω και θα σε περιμένω εκεί.
-Ρε Κλαίρη, είσαι σίγουρη;
-Πάμε!!!, μου είπε εκείνη και πήρε πάλι από το χέρι. Φίλη είναι αυτή ή η νονά μου;
Και φτάσαμε... Δύο βήματα έκανε η Κλαίρη, μισό έκανα εγώ. Με έσερνε. Νομίζω ότι κάπου έγδαρα και το πεζοδρόμιο από την πολλή πίεση. Σήκωσα τα μάτια να διαβάσω τις χρυσές πλακέτες δίπλα από τα κουδούνια. Κάπου εκεί εντόπισα και το δικό μας. Σταύρος Ελευθερίου, Διατροφολόγος - Διαιτολόγος. Η Κλαίρη πάτησε το κουδούνι και ο άλλος δε μίλησε. Απλώς άνοιξε... Και δύο χέρια με έσπρωξαν στην είσοδο!
-Στο 2ο, φώναζε η Κλαίρη.
-Καλά, καλά, την ειρωνεύτηκα εγώ. Κι αντί να μπω στο ασανσέρ, ανέβηκα τις σκάλες...
-Ισίδωρε, το παιδί δεν είναι καλά.
-Γιατί, τι έχει;
-Δεν ξέρω, Ισίδωρε. Δεν τρώει.
-Θα κάνει δίαιτα η ζαργάνα μου, έλεγε ο πατέρας μου και γελούσαν και τα μουστάκια του.
-Τι λες, χριστιανέ μου; Για τη Βούλα μιλάμε. Έλα στα συγκαλά σου. Η κόρη σου δεν έκανε δίαιτα τότε που χρυσοπληρώναμε το διαιτολόγο. Κακή του ώρα του κομπογιαννίτη. Τζάμπα μας τα πήρε τα λεφτά.
-Ο άνθρωπος φταίει, μωρέ γυναίκα, αν η Βούλα δεν ήθελε να αδυνατίσει;
-Επιστήμων ήταν! Έπρεπε να την πείσει!
-Σοφία, άσε το παιδί να κάνει ό,τι θέλει. Μην την πιέζεις. Αν δε θέλει να φάει, ας μη φάει. Όταν πεινάσει, θα φάει. Μη μου τη σκοτίζεις με τις υστερίες σου.
-Ναι, ρίξε μου και φταίξιμο τώρα. Αλλά δε φταίτε εσείς. Εγώ φταίω που στενοχωριέμαι. Αμ, θα σας το διαλύσω το σωματείο πατέρα και κόρης.
Κι οι μήνες περνούσαν. Και τίποτα δεν άλλαζε. Μου είχαν λείψει οι παρέες που είχα. Είχα ξεχάσει πως είναι να μη νιώθεις μόνος σου. Ευτυχώς που είχα και το στομάχι μου να γουργουρίζει και ένιωθα πως κάποιος με καταλαβαίνει.
Μία ηλιόλουστη μέρα του δεύτερου εξαμήνου έγινε το θαύμα! Μία μουσίτσα... ναι, καλέ, από αυτές που μιλούν και γελούν στο μάθημα, με πλησίασε και μου είπε:
-Μήνες πέρασαν και τη φωνή σου δεν την έχουμε ακούσει.
-Γεια, λέω εγώ διστακτικά. Τι διάολο θέλει αυτή; Τώρα με είδε; Πράγμα αδύνατο, οπότε και μου ενισχύει την αμφιβολία.
-Είμαι η Κλαίρη. Θα πάμε για καφέ με τα κορίτσια. Δεν είναι μέρα για μάθημα. Θες να έρθεις;
-Εγώ;, τη ρωτάω ακόμα πιο διστακτικά. Αφού, αν δεν ήταν στενά τα καθίσματα, θα γυρνούσα να δω, αν μιλάει σε κάποιον που κάθεται από πίσω μου! Να δεις που θα είναι αλλήθωρη! Πρέπει να πέρασε πολλή ώρα, γιατί η Κλαίρη με έπιασε από το χέρι για να με ρωτήσει, αν είμαι καλά. Γαμώτο!!! Δεν είναι αλλήθωρη!
-Καλά είμαι, της απαντάω λίγο μαγκωμένα.
-Θα έρθεις;
-Εεε...
-Ε, έλα!
-Εεε... Δεν ξέρω!
-Έλα που σου λέω. Δεν παίρνουμε απουσία σε αυτό το μάθημα., πρόσθεσε για να με πείσει.
Και με έπεισε. Γύρισα στο σπίτι μου βράδυ. Οι δικοί μου είχαν τρελαθεί από την αγωνία. Δεν είχα αργήσει ποτέ ξανά. Δεν είχα και λόγο. Όταν τους εξήγησα τι συνέβη, η μάνα μου σταυροκοπήθηκε κι άρχισε να μιλάει με την Αγία Θέκλα. Και από όσα μπορούσα να καταλάβω, μάλλον η Αγία της απαντούσε! Πω, πω... Τρέλα!
Τελικά, η Κλαίρη δεν ήταν και τόσο μουσίτσα. Είχαμε αρχίσει να κάνουμε παρέα και περνούσα πολύ καλά με τις φίλες της. Και μάλιστα δύο φορές, βγήκαμε μόνες μας. Μου είπε να φορέσω τα καλά μου και μου τόνισε να μη μοιάζω με κουμπάρα σε βάφτιση. Όχι ότι το έπιασα, αλλά δεν το σχολίασα για να μη φανώ άσχετη. Εγώ την πήγα για φαγητό -που να ξέρει το σκιάχτρο πού θα φάει καλά- κι εκείνη με πήγε σε ένα club. Εκεί έζησα στιγμές απείρου κάλλους.
Όταν ο φουσκωτός άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε, έκανα να ξαναβγώ.
-Πού πας, παιδάκι μου, μου είπε η Κλαίρη χαμογελαστά. Μας κοιτούσε κι ο κόσμος. Ευτυχώς δε μας άκουγε.
-Λέω να πάω να κάτσω με το φουσκωτό.
-Τι λες, μωρή;
-Τι λέω, ρε Κλαίρη; Τον πρόσεξες; Αυτός είναι πιο τέρας από μένα. Δίπλα του νιώθω ισορροπημένη.
-Άκου, κοριτσάκι μου... Σήμερα βγήκαμε για να περάσουμε καλά. Θα πιούμ...
-Τι θα πιούμε;, γούρλωσα τα μάτια μου εγώ!
-Α, ποτό, σαμπάνια, δεν ξέρω... Εσύ τι λες;
-Πού να ξέρω, ρε Κλαίρη; Εγώ, όταν πηγαίναμε στη θεία μου στο Ζούμπερι, έπινα αναψυκτικό.
-Άσ' το, αγάπη μου. Θα το αναλάβω εγώ! Πάμε στο μπαρ κι όταν μας πλησιάσει ο μπάρμαν, θυμήσου απλώς να χαμογελάσεις.
Και του χαμογέλασα. Και έσπρωξα και το διπλανό μου και έχυσε το ποτό του. Αλλά τα κανόνισε όλα η Κλαίρη. Με ένα χαμόγελο. Μάγισσα είναι; Πώς τον κατάφερε τόσο γρήγορα; Γυρίσαμε στα σπίτια μας στις 7 παρά τέταρτο. Λιώμα. Κι η μάνα μου στην κουζίνα με τον ελληνικό της στο χέρι τα έλεγε με την Αγία Θέκλα.
Η Κλαίρη άρχισε σιγά σιγά να ασχολείται με την εμφάνισή μου. Ήθελε να μου φτιάξει τα νύχια, να μου στρώσει τα μαλλιά, να μου αλλάξει τα ρούχα και, φυσικά, να με αδυνατίσει!
-Φιλενάδα, όλα γίνονται εκτός από αυτό, φώναζα εγώ!
-Και αυτό, ρε Βούλα. Είναι αμαρτία, βρε αγάπη μου, να έχεις τόσο ωραίο πρόσωπο και να χάνεται.
-Εγώ συλφίδα σαν εσένα δε γίνομαι. Άσε που δε μπορώ... Έχω μάθει πια να ζω παρέα με το λίπος μου.
-Μη γίνεις σαν εμένα. Αλλά κάποια περιττά κιλά για να δείξει λίγο η μέση σου και να φορέσεις και κανένα παντελονάκι μπορείς να τα χάσεις. Ε;, και με κοίταξε σαν κουτάβι.
Και με πήρε από το χέρι και με πήγε σε ένα κομμωτήριο πολυτελείας. Μέχρι και καφέ μας σέρβιραν. Και έκανα τις ανταύγειες μου για να τονώσω το ξανθό μου και έκανα και μανικιούρ και πεντικιούρ. Μετά πήγαμε για ψώνια και γύρισα σπίτι με μία ντουζίνα σακούλες! Ο κυρ-Ισίδωρος από τη χαρά του μου έδωσε κι άλλα λεφτά. Η μάνα μου μαγείρευε κι έβριζε:
-Κατάλαβες; Να κάνει καμιά δουλειά να με ξεκουράσει δεν ξέρει. Να φτιάξει νύχια και μαλλιά ήξερε. Αλλά, εσύ φταις! Μάθε την από τώρα στα λούσα και άντε να τη μαζέψεις μετά. Έχει διάβασμα τώρα. Το πτυχίο είναι προτεραιότητα! Ισίδωρε, με ακούς;, του φώναζε από την κουζίνα.
Εκείνος της είπε ένα ξερό "ναι" και μου έκλεισε το μάτι!
Σειρά είχε το αδυνάτισμα. Η Κλαίρη μου κανόνισε ραντεβού με ένα διαιτολόγο που της σύστησε η κολλητή της μάνας της. Μόνο που δε με έσυρε για να πάω.
-Δεν ξέρω, ρε Κλαίρη, πού είναι οι Αμπελόκηποι!
-Θα πάμε μαζί.
-Αυτό αποκλείεται!
-Ε, θα σε πάω από κάτω και θα σε περιμένω εκεί.
-Ρε Κλαίρη, είσαι σίγουρη;
-Πάμε!!!, μου είπε εκείνη και πήρε πάλι από το χέρι. Φίλη είναι αυτή ή η νονά μου;
Και φτάσαμε... Δύο βήματα έκανε η Κλαίρη, μισό έκανα εγώ. Με έσερνε. Νομίζω ότι κάπου έγδαρα και το πεζοδρόμιο από την πολλή πίεση. Σήκωσα τα μάτια να διαβάσω τις χρυσές πλακέτες δίπλα από τα κουδούνια. Κάπου εκεί εντόπισα και το δικό μας. Σταύρος Ελευθερίου, Διατροφολόγος - Διαιτολόγος. Η Κλαίρη πάτησε το κουδούνι και ο άλλος δε μίλησε. Απλώς άνοιξε... Και δύο χέρια με έσπρωξαν στην είσοδο!
-Στο 2ο, φώναζε η Κλαίρη.
-Καλά, καλά, την ειρωνεύτηκα εγώ. Κι αντί να μπω στο ασανσέρ, ανέβηκα τις σκάλες...